-
1 καθίζω
Aκάθιζον Il.3.426
,al.; in Proseἐκάθιζον X.HG5.4.6
, Din.2.13: [tense] fut.καθέσω Eup.12.11
D.; καθίσω (intr.) Apollod. Com.5; [dialect] Ion. κατίσω (trans.) Hdt.4.190; [dialect] Att. alsoκαθιῶ X.An.2
. 1.4, D.24.25, 39.11, IG22.778.13 (iii B.C.); [dialect] Dor. : [tense] aor. 1καθεῖσα Il.18.389
, al., subj. καθέσω h.Ap.ap.Th.3.104; inf.καθέσαι IG22.46
aB*21, 25 (v/iv B.C.); poet.κάθεσσα Pi.P.5.42
codd.; this [tense] aor. καθεῖσα has Ms. authority in E.Hipp.31 ( ἐγκαθ-, [voice] Med.), Ph. 1188, Hdt.1.88, 4.79, Th.7.82, but we also find [dialect] Ep. κάθῐσα, [dialect] Ion. κάτ- (for which κάθεσα, κάτεσον, etc., shd. perh. be restored), Il.19.280 (v.l. κάθεσαν), al., Hdt.1.89, 2.126, , Th.6.66 (leg. καθεῖσα), laterἐκάθῐσα X.Cyr.6.1.23
, Men.544, etc., cf. Poll.3.89; also [dialect] Ep. part.καθίσσας Il.9.488
; [dialect] Dor.καθίξας Theoc.1.12
, subj. καθίξῃ ib.51; late part. καθιζήσας, subj. - ζήσῃ, D.C.54.30, 37.27: [tense] pf.κεκάθῐκα D.S.17.115
, Ep.Hebr.12.2, A.D.Synt.323.23:—[voice] Med., [tense] impf.ἐκαθιζόμην Ar.V. 824
,κὰδ.. ἵζ- Il.19.50
: [tense] fut.καθιζήσομαι Pl.Phdr. 229a
, Euthd. 278b, ([etym.] προς-) Aeschin.3.167, laterκαθίσομαι Ev.Matt.19.28
, Plu.2.583f, , al.: [tense] aor. 1καθεσσάμην Anacr.111
; alsoἐκαθισάμην SIG975.6
(Delos, iii B. C.), Hsch., ([etym.] ἐπ-, παρ-) Th.4.130 codd., D.33.14; [dialect] Ep.ἐκαθισσάμην Call.Dian. 233
,καθισσάμην A.R. 4.278
, 1219:—[voice] Pass., [tense] aor. 1 part.καθιζηθείς D.C.63.5
:I causal, make to sit down, seat,ἄλλους μὲν κάθισον Τρῶας Il.3.68
;μή με κάθιζ' 6.360
; ;κὰδ δ' εἷσ' ἐν θαλάμῳ 3.382
;τὴν μὲν.. καθεῖσεν ἐπὶ θρόνου 18.389
;κατίσαι τινὰ ἐπ' οἰκήματος Hdt.2.121
.έ; καθιεῖν τινα εἰς τὸν θρόνον, i.e. to make him king, X. An.2.1.4;ἐπὶ θρόνον Phld.Vit.p.22
J.2 set, place,τὸν μὲν.. καθεῖσεν ἐπ' ἠϊόεντι Σκαμάνδρῳ Il.5.36
;κὰδ δ' ἐν Ἀθήνῃς εἷσεν 2.549
;Κρόνον.. Ζεὺς γαίης νέρθε καθεῖσε 14.204
; ; κ. στρατόν encamp it, Id.Heracl. 664, cf. Th.4.90;κ. τὸ στράτευμα ἐς Χωρίον ἐπιτήδειον Id.6.66
;σύλλογον εἰς Χωρίον κ., Χωρὶς μὲν τοὺς ὁπλίτας, Χωρὶς δὲ τοὺς ἱππέας Pl.Lg. 755e
.b post watchers, guards, etc.,σκοπὸς ὅν ῥα καθεῖσεν Αἴγισθος Od.4.524
; κατίσαι φυλάκους set guards, Hdt.1.89, cf. X.Cyr.2.2.14;ἄλλους κάτισον ἀγαγὼν κατὰ τὰς.. πύλας Hdt.3.155
;κ. ἐνέδραν Plu.Publ.19
: rarely of things,τι ἐπὶ τηγάνοις Pherecr.127
.4 cause an assembly, court, etc., to take their seats, convene,ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει Od.2.69
; ὅταν καθέσωσιν ἀγῶνα h.Ap.ap.Th.3.104;κ. τὸ δικαστήριον Ar.V. 305
, cf. D.39.11, IG22.778.13;νομοθέτας D.24.25
, prob. in Id.3.10; but κ. τινὶ δικαστήν appoint a judge to try a person, Pl.Lg. 874a; ; constitute, establish,δικαστήρια Pl.Plt. 298e
;βουλὴν ἐπίσκοπον πάντων Plu.Sol.19
.5 put into a certain condition, esp. in the phrase κλαίοντά τινα κ set him aweeping, κλάοντα καθέσω ς' Eup. l.c., cf. Pl. Ion 535e, X.Cyr.2.2.15; but ib.14 κλαίειν τινὰ κ. to make him weep: for Theoc.1.51, v. ἀκράτιστος.II intr., take one's seat, sit, abs., Il.3.394, etc.; μετ' ἀθανάτοισι, ἐν θρόνοισι καθίζειν, 15.50, Od.8.422; ἐν [ θώκοισι] Hdt.1.181; ἐπὶ τοῖς ἐργαστηρίοις or τῶν -ίων, Isoc.18.9, 7.15;ἐπὶ σκίμποδα Ar.Nu. 254
;ἐπὶ δένδρου Arist. HA 614a34
(but κ. ἐπὶ κώπην, of rowers, Ar.Ra. 197); of suppliants,κ. ἐπὶ τὸν βωμόν Th.1.126
, Lys.13.24;εἰς γόνυ D.S.17.115
: in Poets also c. acc., , El. 980; βωμόν, ὀμφαλόν, ἱερά, Id.HF48, Ion6, 1317.2 sit, recline at meals, X.Cyr.8.4.2.3 sit as judge, Hdt.1.97, 5.25, Pl.Lg. 659b, Ph.1.382; hold a session, of the πρόεδροι, D.24.89, cf. Hermes 17.5 ([place name] Delos).5 settle, sink down,ἐπὶ τὰ ἰσχία καθίσαι τὼ ἵππω Pl.Phdr. 254c
;καθίσας ὁ φελλὸς ἀνοίξει τὸν κρουνόν HeroSpir.1.20
.6 of ships, run aground, be stranded, Plb.1.39.3, Str.2.3.4.III [voice] Med.in intr.sense, Il.19.50(in tmesi), Theoc.15.3, etc.;εἰς τὸν αὐτὸν θᾶκον Pl.R. 516e
; ἐὰν δὲ καθίζεσθαι κελεύσῃ if he order them to take their seats (among the spectators in the theatre), D.21.56 (nisi leg. καθέζεσθαι, as also ib.162, both readings are found ib.119);καθίζεσθαι ἢ κατακλινῆναι Pl.Phdr. 228e
.2 of birds, settle, alight, Arist.HA 614b23.3 leave goods purchased in a market, SIG975.6 (Delos, iii B.C.).--[dialect] Att. in this signf. acc. to Hsch. -
2 χαμαί
χᾰμ-αί, Adv.A on the ground,χ. ἧσθαι Od.7.160
;τὸν αὖ χ. ἐξενάριξε Il.11.145
;χ. ἐρχομένων ἀνθρώπων 5.442
, cf. Sapph.94, etc.;χ. τιθεὶς πόδα A.Ag. 906
;αἷμα μητρῷον χ. Id.Eu. 261
(lyr.), cf. Ar. Ach. 869, Eq. 155, Nu. 231, al.;θέντες χ. Hdt.4.67
;χ. καθίζοντες Pl. Criti. 120b
;χ. κείμενος IG22.1672.305
; of birds, ποιεῖν νεοττιὰν χ., opp. ἐπὶ δένδρου, Arist.HA 618a10.2 metaph., ἐσλὸν χ. σιγᾷ καλύψαι to bury in silence underground, Pi.N.9.7; χ. ἐρχόμενοι cleaving to earth, Luc.Herm.5, Icar.6;ὁ χ. βίος Metrod.Fr.38
.II = χαμᾶζε, to earth,ἐν κονίῃσι χ. πέσεν Il.4.482
;χ. βάλον ἐν κονίῃσι 5.588
, cf. Od.22.188, Il.4.526;ἐκ δίφροιο χαμαὶ θόρε 8.320
;μὴ χ. πεσεῖν
to the ground,E.
Med. 1170;οὐ χ. πεσεῖται ὅ τι ἂν εἴπῃς Pl. Euthphr. 14d
;ἔπτυσε χ. Ev.Jo.9.6
; alsoἐκβαλεῖν εἰς τὸ χ. AP11.89
(Lucill.). (Cf. Lat. humus, humi, Lith. ž[etilde]mė 'earth'.) -
3 ὑπόθεσις
A proposal, proposed action,τὴν ἐν φίλοις δικαιοτάτην ὑ. ἔχω ὑποτιθέναι X.Cyr.5.5.13
;ἵνα σὺ τὰ σαυτοῦ κατὰ τὴν ὑ. ὅπως ἂν βούλῃ περαίνῃς Pl.Grg. 454c
; intention, policy,πολλὰ πρᾶξαι πρὸς τὴν ὑ. τῆς πατρίδος ὡς συχνῆς ἀδικίας δεομένην Thphr.Fr. 136
;διὰ τὴν ὑ. τῆς πολιτείας.. ἠναγκάζετο χρῆσθαι τοῖς ὑπουργοῦσι Plu.Caes.51
; πρὸς ὑ. τινα ἀγαθῶν ἀνδρῶν men good for a particular policy, Arist.Pol. 1293b4; ὑ. τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας ἐλευθερία ib. 1317a40; ἡμῖν ἡ τῶν νόμων ὑ. ἐνταῦθα ἔβλεπεν, ὅπως .. Pl.Lg. 743c;περὶ τῶν αὐτῶν οὐχ ὁμοίως ἅπασι βουλευτέον, ἀλλ' ὡς ἂν ἐξ ἀρχῆς ἕκαστοι τοῦ βίου ποιήσωνται τὴν ὑ. Isoc.6.90
;τοῖς φαύλοις ἐνδέχεται τὰ τυχόντα πράττειν· εὐθὺς γὰρ τοῦ βίου τοιαύτην πεποίηνται τὴν ὑ. Id.1.48
;ἀνάγκη τοῖς περὶ ὅλων τῶν πραγμάτων καλὰς τὰς ὑ. πεποιημένοις καὶ τὰ μέρη τὸν αὐτὸν τρόπον ἔχειν ἐκείνοις Id.7.28
;πρὸς ταύτην τὴν ὑ. ἀποβλέποντες ἄμεινον βουλευσόμεθα καὶ περὶ τῶν ἄλλων Id.8.18
;ἐξέστητε τῆς ὑ. ἐφ' ἧς ὑμᾶς οἱ πρόγονοι κατέλιπον D.10.46
; οἱ τῆς αὐτῆς ὑ. προεστῶτες those who advocated the same policy, Plb.30.32.12;ἅπαντας ἀπονεύσειν ἐπ' ἐκείνην τὴν ὑ. Id.24.9.7
; Ἀχαϊκωτέραν εἶναι.. ταύτην τὴν ὑ. καὶ νικητικωτέραν ἐν τοῖς πολλοῖς ib.4;τὸ τῆς ἰδίας ὑ. λαμπρόν Id.21.23.1
;τὸ τῶν σαρισῶν μέγεθός ἐστι κατὰ μὲν τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. ἑκκαίδεκα πηχῶν, κατὰ δὲ τὴν ἁρμογὴν τὴν πρὸς τὴν ἀλήθειαν δεκατεττάρων Id.18.29.2
;τηροῦντες τὴν αὑτῶν ὑ. Id.5.5.5
;πρὸς ταύτην ἁρμοζόμενοι τὴν ὑ. Id.3.16.1
, cf. 3.50.7; κατασκέψασθαι τὴν τῶν ὑπεναντίων ἐπίνοιαν καὶ τὴν ὅλην ὑ. ib.6;Φάβιος.. κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. οὐδαμῶς κρίνων ἐκκυβεύειν οὐδὲ παραβάλλεσθαι τοῖς ὅλοις Id.3.94.4
.2 suggestion, advice,ἐδώκαμεν ἄν σοι ὑποθέσεις δι' ὧν οἱ ἀντίδικοι ἂν οἴμωζον PMich.Zen.57.7
(iii B. C.);διελέγοντο.. κατὰ τὰς ἐντολὰς τὰς Ἀράτου καὶ τὰς ὑ. Plb. 2.48.8
, cf. 2.52.6, 4.24.2;κροτηθείσης τῆς ὑ. Id.28.16.5
; πολυτέχνους ὑ. ἔργων elaborate proposals for works, Plu.Per.12.3 purpose, ;λόγῳ μὲν ἀποδώσων.., ἑτέραν δὲ τῆς ἀποδημίας ἔχων ὑ. λανθάνουσαν τοὺς πολλούς Id.Mar.31
;ἐξ αὐτῆς τῆς αἰτίας τῆς τε ὑ. τοῦ πολέμου ἀξιολογώτατος ἀγὼν συνηνέχθη D.C.41.56
;ὑ. τοῦ πολέμου καὶ πρόφασιν διδόντων ἐλευθεροῦν τοὺς Ἕλληνας Plu.Flam.15
;τὸ χωρὶς ὑποθέσεως πολεμεῖν.. τί ἄλλο ἢ μανία; D.Chr.38.17
; [οἱ ἐλέφαντες] ἴσασι τῆς ὁδοῦ τῆς ἐπ' αὐτοὺς τὴν ὑ... εἶναι.. τοὺς ὀδόντας Ael.NA6.56
.4 occasion, excuse, pretext,οὕτω γὰρ ἂν αὐτοῖς ἡ ἀπολογία προαναιροῖτο καὶ ἡ πρώτη ὑ. τῆς ἐθελοδουλείας Luc.Merc.Cond.5
; τοιαύτης αὐτοῖς τῆς ὑ. οὔσης ib.10;ἀεὶ χρὴ ἐπί τινι λυπεῖσθαι καὶ μὴ ἄνευ ὑ. Artem.
2.60;ὑ. ἀργυρισμοῦ καὶ φόνων εἰληφέναι ἐδόκει D.C.63.26
;μή με νομίσῃς ἀπὸ τῆς παρούσης ὑ. ἀπαρτᾶν τὸν λόγον Id.52.18
.5 actor's role,τοὺς ὑποκριτὰς.. οὓς ὁρῶμεν οὔτε κλαίοντας ἐν τοῖς θεάτροις, ὡς αὐτοὶ θέλουσιν, ἀλλ' ὡς ὁ ἀγὼν ἀπαιτεῖ πρὸς τὴν ὑ. Plu.Dem.22
;ὶδεῖν τί μου ποιεῖ ὁ ἀθλητής, πῶς μελετᾷ τὴν ὑ. Arr.Epict.1.29.38
, cf. 41;τὴν τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρὸς ὑ. λαβεῖν Iamb.VP8.39
.6 function, occupation, station in life, [Διονύσιος] ἐκ σημοτικῆς καὶ ταπεινῆς ὑ. ὁρμηθείς Plb.15.35.2
; [Ἀγαθοκλῆς] ὁρμηθεὶς ἀπὸ τοιαύτης ὑ. Id.12.15.7
;τὸ μὴ εἶναι ἄλλην βίου ὑ. εἰς τὸ φιλοσοφεῖν οὕτως ἐπιτήδειον ὡς ταύτην ἐν ᾗ νῦν ὢν τυγχάνεις M.Ant.11.7
, cf. 8.1, Paul. Aeg.3.17.7 practical problem,κοινὴ ἡ ὑ. καὶ τῷ καθ' ἡμᾶς βίῳ πάνυ πολλή, βαλανείου κατασκευή Luc.Hipp.4
;ἡ μὲν οὖν ὑ. τοιαύτη HeroAut.21.2
.II subject proposed ( to oneself or another) for discussion,κελεῦσαι τὴν πρώτην ὑ. τοῦ πρώτου λόγου ἀναγνῶναι Pl. Prm. 127d
;ἐπὶ τὴν ὑ. ἐπανάγειν τὸν λόγον X.Mem.4.6.13
;ἐπὶ τὴν ὑ. πάλιν ἐπανελθεῖν Isoc.4.63
, cf. Gal.6.124;τὴν ὑ. περὶ ἧς βουλεύεσθε οὐχὶ τὴν οὖσαν παριστάντες D.3.1
;τοὺς δικαστὰς ἀπαγαγὼν ἀπὸ τῆς ὑ. Id.19.242
;ἐπὶ τῆς ὑ. μεῖναι Aeschin.3.76
;ἔξω τῆς ὑ. λέγειν Isoc.7.63
, cf. 12.161;μὴ πόρρω λίαν τῆς ὑ. ἀποπλανηθῶ Id.7.77
, cf. 12.88, Aeschin. 3.176,190;ὅτ' ἔγραφον περὶ τὴν αὐτὴν ὑ. Isoc.5.83
;περὶ [τῆς πόλεως] τὴν ὑ. ποιησάμενος Id.12.35
;τοῦ πράγματος ἐν κεφαλαίῳ.. δήλωσις, ἵνα γινώσκωσι περὶ ὧν ὁ λόγος παρακολουθῶσί τε τῇ ὑ. Arist.Rh.Al. 1436a36
, cf. Pl.Def. 415b;ἡ ὑ. ἐλάττων Arist.Rh. 1404b15
; πρὸς ὑπόθεσιν λέγειν, opp. πρὸς ἀμφισβητοῦντα, ib. 1391b13;πολλὰ πρὸς τὴν ὑ. οἰκείως διαλεχθείς D.S.13.53
; haec erat ὑ., de gravitate ordinis, etc., Cic.Att.1.14.4.2 case at law, lawsuit,γράφει ὁ Μαιίστας εἰς τὴν ὑ. ταύτην IG11(4).1299.29
(Delos, iii B. C.), cf. OGI665.18,669.41 (both Egypt, i A. D.), POxy. 237 vii 34, viii 22 (ii A. D.), 486.26 (ii A. D.);τὰ περὶ ταύτης τῆς ὑ. πεπραγμένα PLips.34.18
(iv A. D.).3 subject of a poem or treatise, Zeno Stoic.1.23, Plb.1.2.1, D.H.Pomp.3, Longin. 38.2, Plu.Pomp.42, Luc.Charid.14, Pseudol.5, al.; of a picture, Id.Zeux.5,7; of an impromptu declamation,ἐπειδὰν οἱ παρόντες ὑποβάλωσί τινας ὑ. καὶ ἀφορμὰς λόγου Id.Rh.Pr.18
; plot, story,μῦθοι καὶ ὑποθέσεις Phld.Po.2.62
, cf. 5.5, al., Arg.Men.Oxy.1235.113 (ii A. D.), Dicaearch. ap. S.E.M.3.3, Artem.4.59, Sch.S.Aj.Prooem., Arg.Ar. Ach. tit., etc.4 speech,αἱ δικανικαὶ καὶ δημηγορικαὶ ὑ. Theon Prog.1
; = ἐπίδειξις 1.3, ἀρξαμένων (v.l. -ῳ)τῆς ὑ. LXX 4 Ma.1.12
; ἀνδρὸς ἀρετὰς ὅλην πληρούσας ὑ. providing matter for a whole speech, Chor.p.34B.b speech or subject of a speech in which the person, occasion, etc. are particularized, opp. θέσις v. 2, Aphth.Prog. 13, cf. Quint.Inst.3.5.7.5 a kind of play or pantomime,μῖμοί τινές εἰσιν ὧν τοὺς μὲν ὑποθέσεις τοὺς δὲ παίγνια καλοῦσιν Plu.2.712e
; μιμολωγοι η υποθησις εικυρα (i. e. μιμολόγοι· ἡ ὑπόθεσις Ἑκυρά), i. e. 'theatrical performance: play, the Hecyra', Ath.Mitt.26.4 (inscr. on lamp, iii B. C.); κλάειν ἤρξαντο πάντες καὶ μετέβαλε τὸ συμπόσιον εἰς σκυθρωπὴν ὑ. into a tragedy, Charito 4.3; so perh. in Luc.Nigr.8; of Aesop's fables,χρῆται [τῇ ἀλώπεκι] ὁ Αἴσωπος διακόνῳ τῶν πλείστων ὑ. Philostr.Im.1.3
.III supposition,ἢ βούλεσθε.. ἀπ' ἐμαυτοῦ ἄρξωμαι καὶ τῆς ἐμαυτοῦ ὑ., περὶ τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ ὑποθέμενος, εἴτε ἕν ἐστιν εἴτε μὴ ἕν, τί χρὴ συμβαίνειν; Pl.Prm. 137b
; αὕτη ἡ ὑ., εἰ ἓν μὴ ἔστιν ib. 160b; χρὴ.. μὴ μόνον εἰ ἔστιν ἕκαστον ὑποτιθέμενον σκοπεῖν τὰ συμβαίνοντα ἐκ τῆς ὑ., ἀλλὰ καὶ εἰ μὴ ἔστι τὸ αὐτὸ τοῦτο ὑποτίθεσθαι ib. 135e, cf. 136a; [σκοπεῖν] τί ἐφ' ἑκατέρας τῆς ὑ. συμβήσεται ib. 136b;εἰ ὀρθὴ ἡ ὑ. ἦν, τὸ ψυχὴν ἁρμονίαν εἶναι Id.Phd. 94b
, cf. 92d, Sph. 244c;πρὸς μὲν τὴν ὑ. ὀρθῶς λέγουσιν, ὅλως δ' οὐκ ὀρθῶς Arist. Metaph. 1082b32
; ἐξ ὑποθέσεως σκοπεῖσθαι examine by starting from an assumption, of reasoning by analysis in geometry, Pl.Men. 86e; τῶν τὴν τέχνην ζητεύντων ἐξ ὑποθέσιος λόγων arguments seeking to derive the (medical) art from an assumption, Hp.VM13; ὑ. αὐτοὶ αὑτοῖς ὑποθέμενοι τῷ λόγῳ ib.1; ἄγοντες ἐπὶ ὑπόθεσιν τὴν τέχνην ib. 15;χρῆσιν ἀρετῆς τελείαν, καὶ ταύτην οὐκ ἐξ ὑ. ἀλλ' ἁπλῶς· λέγω δ' ἐξ ὑ. τἀναγκαῖα, οἷον.. τιμωρίαι καὶ κολάσεις.. τὸ καλῶς ἀναγκαίως ἔχουσι Arist.Pol. 1332810
; ἡ πολιτεία ἡ ἐξ ὑ. ( = ἡ δοθεῖσα ) the constitution based on a presupposition, ib. 1288b28; of currency, ἓν δή τι δεῖ εἶναι, τοῦτο δ' ἐξ ὑ.· διὸ νόμισμα καλεῖται according to a presupposed convention, Id.EN 1133b21 (cf. a29-31, APr. 41a40); of reductio ad impossibile,ἢ δεικτικῶς ἢ ἐξ ὑ. τοῦ δ' ἐξ ὑ. μέρος τὸ διὰ τοῦ ἀδυνάτου Id.APr. 40b25
-6, cf. 41a25;δυνατοῦ δεξάμενον ὑπόθεσιν ἐπ' ἀδύνατον ἀπαχθῆναι Arr.Epict.1.7.25
, cf. Procl. in Euc.pp.76,252 F.; καθ' ὑπόθεσιν by way of supposition, 'let us suppose', Phld.Rh. 1.95 S., Sign.12, Cleom.1.7.IV = τὸ ὑποκείμενον (cf.ὑπόκειμαι 11.8
), the presupposition of an action, that which has been settled before it begins,περὶ τοῦ τέλους οὐθεὶς βουλεύεται, ἀλλὰ τοῦτ' ἐστὶν ἀρχὴ καὶ ὑ. Arist.EE 1227a8
, cf. b30;τῶν πράξεων τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑ. ἀληθεῖς καὶ δικαίας εἶναι προσήκει D.2.10
; of a thing, that without which it cannot exist or be what it is, its essence, αὕτη (sc. τὸ στέλεχος)οἷον ὑ. καὶ φύσις δένδρων Thphr.HP4.13.4
(cf. οὐσία καὶ φύσις τοῦ δένδρου ibid.);ἐπὶ τοῖς χυμοῖς μόνοις σηπομένοις ἔχοντος τὴν ὑ. ὅλου τοῦ νοσήματος, ὅπερ ἐστὶ πυρετώδους ὄντος Gal.18(2).299
.2 in the syllogism, the preliminary statements of fact (whether proved or not) from which inference starts, i. e. the premisses ([etym.] προτάσεις) , τῶν ἀποδείξεων αἱ ὑ., equivalent to ἀρχαί, Arist.Metaph. 1013a16;αἱ ἀρχαὶ καὶ αἱ λεγόμεναι ὑ. Id.APo. 81b15
; ὅσα δέδεικται δι' ἐκείνων ὑποθέσεις ποιησάμενοι taking as premisses (here) what has been proved in those other works, Gal.6.7, cf. 25,224; ἴστω.. τῆς ὑγιεινῆς πραγματείας ἀνατρέπων τὴν ὑ. ib.17;ὑπόθεσιν, αἴτησιν οὖσαν πράγματος εἰς κατασκευήν τινος S.E.M.3.4
;λαμβάνειν ἀναποδείκτους ὑ. Plu.2.720f
, cf. 721d;ἀναγκαῖον ἢ τὰς ὑ. εἶναι τὰς πρώτας ψευδεῖς, ἢ τὰς ὑπὲρ τῶν συμβαινόντων ἀποφάς εις Plb.1.15.9
, cf. 11.b assumption of existence of any one of the fundamental objects of a particular science,ὁ ὁρισμὸς θέσις μέν ἐστι.. ὑ. δ' οὐκ ἔστι· τὸ γὰρ τί ἐστι μονὰς καὶ τὸ εἶναι μονάδα οὐ ταὐτόν Arist.APo. 72a23
;ἐν ταῖς πράξεσι τὸ οὗ ἕνεκα ἀρχή, ὥσπερ ἐν τοῖς μαθηματικοῖς αἱ ὑ. Id.EN 1151a17
.3 starting-point,ἐκ ταύτης τῆς ὑ. λαβεῖν τὸν λόγον τὴν εἰς ἑκάτερον μέρος ὁρμήν Iamb.VP27.130
; beginning, τὰς μὲν ἐλπίδας οὐ τελειοῖ (sc. ὁ ὄνειρος) , τὰς δὲ ὑ. τῶν πραγμάτων ταῖς περιοχαῖς ὁμοίας ποιεῖ (referring to a birth of twins which died), Artem.4.47.4 raw material,τὴν δοθεῖσαν ὑ. εὐφυᾶ πρὸς ὑποδοχὴν γυμναστικῆς.. ἀμείνω ἀποφαίνειν Luc.Hist. Conscr.35
;οἵαν ὕλην καὶ ὑ. φεύγεις·.. μένε οὖν μέχρι ἐξοικειώσῃς σαυτῷ καὶ ταῦτα M.Ant.10.31
.V mortgage, Thphr.Fr.97.1 (pl.).2 thing placed under, base, τὰς ὑ. (signf. 111)ποιούμενος οὐκ ἀρχὰς ἀλλὰ τῷ ὄντι ὑ., οἷον ἐπιβάσεις τε καὶ ὁρμάς Pl.R. 511b
, cf. Arr.Epict.1.7.22; in D.2.10 (v. supr. IV. 1) the ἀρχαί and ὑποθέσεις (i. e. basic principles) of actions are compared to the foundations ([etym.] τὰ κάτωθεν) of a house or a ship;Τριπτόλεμος.. τὰς πρώτας ὑ. βαλόμενος τῇ πόλει Lib.Or.11.52
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόθεσις
-
4 ξύλον
A Abh. Berl. Akad.1928(6).32
(Cos, v B. C.)), wood cut and ready for use, firewood, timber, etc., Hom., mostly in pl., Il.8.507, 547, Od.14.418 ; ξ. νήϊα ship-timber, Hes.Op. 808 ;ξ. ναυπηγήσιμα Th.7.25
, X.An.6.4.4, Pl.Lg. 706b, D.17.28 ; ξ. τετράγωνα logs cut square, Hdt.1.186, cf. Pl.Prt. 325d, Arist.EN 1109b7.2 in pl., also, the wood-market,ἐπὶ ξύλα ἰέναι Ar.Fr. 403
.II in sg., piece of wood, log, beam, post, once in Hom.,ξ. αὖον.. ἢ δρυὸς ἢ πεύκης Il.23.327
; ξ. σύκινον spoon made of fig wood, Pl.Hp.Ma. 291c ; peg or lever, Arist.MA 701b9 ; perch,ἐπὶ ξύλου καθεύδειν Ar.Nu. 1431
: by poet. periphr.,Ἀργοῦς ξύλον A.Fr.20
; ἵπποιο κακὸν ξ., of the Trojan horse, AP9.152 (Agath.): hence anything made of wood, as,2 cudgel, club, Hdt.2.63,4.180, Ar.Lys. 357, PHal.1.187 (iii B.C.);μετὰ ξύλων εἰσπηδῆσαι PTeb.304.10
(ii A.D.);ξύλοις συντρίψειν Luc.Demon.50
; of the club of Heracles, Plu.Lyc.30.3 an instrument of punishment,a wooden collar, put on the neck of the prisoner,ξύλῳ φιμοῦν τὸν αὐχένα Ar.Nu. 592
;ἐς τετρημένον ξ. ἐγκαθαρμόσαι.. τὸν αὐχένα Id.Lys. 680
; or,b stocks, in which the feet were confined, Hdt.9.37, 6.75, Ar.Eq. 367, D.18.129 ;ξ. ἐφέλκειν Polyzel.3
;ἐν τῷ ξ. δεδέσθαι Lys.10.16
(v. ποδοκάκκη), cf. Act.Ap.16.24, OGI483.181 (Pergam., ii A.D.): also in pl.,ἔδησεν ἐν τοῖς ξ. And.1.45
.c πεντεσύριγγον ξύλον (v. sub voc.) was a combination of both, with holes for the neck, arms, and legs, Ar.Eq. 1049.d gallows,κρεμάσαι τινὰ ἐπὶ ξύλου LXX De.21.22
; ξ. δίδυμον ib.Jo.8.29 : prov., ἐξ ἀξίου τοῦ ξύλου κἂν ἀπάγξασθαι, i.e. if one must be hanged, at least let it be on a noble tree, App.Prov.2.67, cf. Ar.Ra. 736 ; in NT, of the cross, Act.Ap.5.30,10.39.4 bench, table, esp. money-changer's table, D.45.33.5 πρῶτον ξύλον front bench in the Athenian theatre, Ar.Ach.25, V.90, cf. Sch.adlocc.: hence οὑπὶ τῶν ξύλων the official who had to take care of the seats, Hermipp.9 (according to Meineke).6 the Hippocratic bench, Hp.Fract.13, Art.72.III of live wood, tree,[ὄρος] δασὺ πολλοῖς καὶ παντοδαποῖς καὶ μεγάλοις ξύλοις X.An.6.4.5
, cf. Call.Cer.41, Agatharch.55, LXX Ca.2.3, al.: opp. σάρξ, Thphr.HP1.2.6,al. ;τῷ ξ. τοῦ δένδρου ἀνάλογον τὴν λεγομένην εἶναι γῆν Plot.6.7.11
;τὸ ξ. τῆς ἀμπέλου E.Cyc. 572
; εἴρια ἀπὸ ξύλου, of cotton, Hdt.3.47 ;εἵματα ἀπὸ ξύλων πεποιημένα Id.7.65
, cf.Poll.7.75.IV of persons, blockhead, APl.4.187 ; of a stubborn person,σίδηρός τις ἢ ξ. πρὸς τὰς δεήσεις Ach.Tat.5.22
. -
5 κατεργάζομαι
κατεργ-άζομαι, [tense] fut. - άσομαι, later [ per.] 3sg. - ᾶται PTeb.10.2 (ii B.C.): [tense] aor. κατειργασάμην, and (in pass. sense) κατειργάσθην (v. infr.): [tense] pf. κατείργασμαι both in act. and pass. sense (v. infr.):—A effect by labour, achieve,πρήγματα μεγάλα Hdt.5.24
; ;μόρον.. ἐπαλλήλοιν χεροῖν Id.Ant.57
;ταῦθ' ἁπινοεῖς Ar.Ec. 247
;τὰ δυνατά Th.4.65
;τὰ πρὸς εὐδαιμονίαν Phld.Rh.2.31
S.;μεγάλα μὲν ἐπινοεῖτε, ταχὺ δὲ κατεργάζεσθε X.Hier.2.2
;κ. εἰρήνην τινί And.3.8
; ἢν κατεργάσῃ if you do the job, Ar.Eq. 933: [tense] pf.κατείργασμαι, μέγιστα ἔργα X.Mem. 3.5.11
: in pass. sense, to have been effected or achieved, Hdt.1.123, 141, 4.66, E.IT 1081, etc.;κατειργασμένη ὠφέλεια Antipho 2.1.4
;ἐλθεῖν ἐπὶ κατειργασμένοις Lys.31.9
: [tense] aor. - ειργάσθην Luc.Herm.5.b earn, gain by labour, acquire,τὴν ἡγεμονίην Hdt.3.65
;πόλει σωτηρίαν E. Heracl. 1046
;μεγάλα τῇ πόλει Aeschin.3.229
;τοῦτο D.45.66
;ὁ κατειργασμένος τὴν τυραννίδα Pl.Grg. 473d
: in pass. sense,ἀρετὴ ἀπὸ σοφίης κατεργασμένη Hdt.7.102
.c abs., achieve one's object, be successful,αὐτὸς ἑωυτῷ Id.5.78
; simply, work, PTeb.ined.703.148
.2 c. acc. pers., make an end of, finish, kill,ἑωυτόν Hdt.1.24
, cf. E.Hipp. 888, etc.;λέοντα βίᾳ S.Tr. 1094
.b overpower, subdue, conquer, Hdt.6.2, Ar.Eq. 842, Th.4.85, Isoc.9.59, etc.;τὴν Ἑλλάδα Hdt.8.100
; ποσὶ καὶ στόματι κ. [τινά] attack him, of a horse, Id.5.111: in pass. sense, of land, μακέλλῃ τῇ κατείργασται πέδον is subdued, brought under cultivation, A.Ag. 526;κατεργαζομένη ἡ γῆ Thphr.CP3.1.3
; later trans., cultivate, PTeb.10.2 (ii B.C.), etc.c prevail upon, κατεργάσατο καὶ ἀνέπεισε Ξέρξην, ὥστε .. Hdt.7.6, cf. X.Mem.2.3.16, Parth.13.1, Plu.Fab.21;κ. τινὰ πειθοῖ Str.10.4.2
:—[voice] Pass., οὐκ ἐδύνατο κατεργασθῆναι [ἡ γυνή] could not be prevailed upon, Hdt.9.108.d c. dupl. acc., do something to one,καλόν τι τὴν πόλιν And.2.17
(but κ. τὴν πόλιν carry on business in the city, SIG899 (Mesambria, iii A.D.)).II till, cultivate land, PSI6.632.9 (iii B.C.), etc.; work up for use, freq. of food, by chewing or digestion,ὀδόντας ἔχει οἷς κ. τὴν τροφήν Arist.HA 501b30
, cf. Juv. 469a31, Spir. 482b16, Gal.11.649 ([voice] Pass.); τὸ -αζόμενον ἔχειν εὔρωστον a strong digestion, Id.17(2).430; κ. τὰ ἐδέσματα Sch. Ar.Eq. 714; by grinding (of corn), Longus 3.30, cf. D.H.5.13 ([voice] Pass.); by ripening (of fruits),κατειργασμένα ἐπὶ τοῦ δένδρου Gal.11.367
; κ. μέλι make.., Hdt.4.194; κ. τὴν κόπρον prepare it, Arist.HA 552a24;σίδηρον D.27.10
;ξύλα-ειργασμένα Thphr.CP5.17.2
;στίππυον τὸ κατειργαζμένον PCair.Zen.472.9
(iii B.C.);λίθους D.S.1.98
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεργάζομαι
-
6 κρεμάννῡμι
κρεμάννῡμι u. κρεμαννύω, Arist. H. A. 9, 6 u. Sp., fut. κρεμάσω, att. κρεμῶ, gedehnt in κρεμόω, Il. 7, 83, κρεμῶμεν, Ar. Plut. 312, aor. ἐκρέμασα, pass. ἐκρεμάσϑην; – aufhängen, Etwas so befestigen, daß es schwebt, es herabhangen lassen; σειρὴν ἐξ οὐρανοῠ Il. 8, 19; als Weihgeschenk aufhängen, πρὸς ναόν 7, 83; κρεμαννύντες εἴδωλον ἄψυχον Plat. Legg. VIII, 830 b; ἐμβόλου κρέμασαν ἀγκύρας ὕπερϑεν Pind. P. 4, 192; ἀπὸ κάλω καὶ ϑρανίου κρεμάσαντι σαυτόν Ar. Ran. 121; τῶν ὄρχεων κρεμῶμεν αὐτόν Plut. 312; οἱ κυνηγοὶ κρεμαννύουσιν ἐν ἀγγείῳ ἔκ τινος δένδρου τὴν κόπρον Arist. H. A. 9, 6; Sp., τούτων πολλοὺς ἐκρέμασεν, er ließ sie aufhängen, Plut. Alex. 59, κρεμᾶν αὐτοὺς ἠπείλησε Caes. 2. – Pass.; ἐκ τῶν ἀξόνων δακτύλιοι κρεμάννυνται Xen. equ. 10, 9, sie werden aufgehängt oder hangen an den Achsen; ὑπὸ Ἀλεξάνδρου κρεμασϑέντα Plut. Alex. 55; ἀπὸ ὑψηλοῦ κρεμασϑείς Plat. Theaet. 175 d, schwebend. – Med. κρέμαμαι, opt. κρέμαιο Ar. Nub. 862, κρέμαιτο Ach. 944, aber κρέμοισϑε Vesp. 298, imperf. ἐκρέμω Il. 15, 18. 21, ich hange, schwebe, im eigtl. Sinne u. übertr.; μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται Pind. Ol. 6, 74, der Tadel hangt sich daran, droht; δόλιος αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 7, 14; ἀμφὶ φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται Ol. 7, 25; κάτω κρέμανται Soph. frg. 382; κρεμάμενος Her. 2, 121. 5, 114; ἐξ ὧν κρεμαμένη πᾶσα ψυχὴ πολίτου Plat. Legg. VIII, 831 c; ἐπὶ τοῦ παττάλου Ar. Vesp. 808; ἐφ' ἵππων Xen. An. 3, 2, 19, αἱ μέλιτται ἐξ ἀλλήλων Arist. H. A. 9, 40; bes. auch = in Spannung, Erwartung, Furcht sein, Arist. rhet. 3, 14 u. Sp. – Dazu gehört der aor. κρεμάσασϑαι, Hippocr., den Hes. O. 627 mit dem accus. vrbdt, πηδάλιον δ' εὐεργὲς ὑπὲρ καπνοῠ κρεμάσασϑαι, für sich aufhängen; fut. κρεμήσομαι, Ar. Ach. 278 u. Sp. – Κρέμαται, = ὀκλάζει, Arat. Phaen. 65. – Vgl. auch κρημνάω u. κρήμνημι. – Adj. verb. κρεμαστός, s. unten.
-
7 ὑπεραίρω
A lift or raise up over, ;τὴν ὀφρῦν ὑπὲρ τοὺς κροτάφους Luc.Am.54
; ἑρμάτων ὑ. τὸ σκάφος over the rocks, Philostr.VA3.23; ὑ. τὸ φθέγμα raise it very high, Luc.Ner.9:—[voice] Med., lift oneself or rise above,πάντων Anon.
in Rh.1.632 W.: abs., to be lifted up, 2 Ep.Cor.12.7; give oneself airs, be coy, Aristaenet.1.17, 2.6; exalt oneself above,ἐπὶ θεόν 2 Ep.Thess.2.4
.II intr.,1 c. acc., jump over,τειχία X.Eq.Mag.8.3
; cross,Ἄλπεις Plb.2.23.1
;ὑ. τὸ πέλαγος
pass over,Id.
1.28.1; ὑ. τὴν ἄκραν double the cape, Id.1.54.7; κάμψαντες τὸν Πάχυνον ὑ. [ τὸ πέλαγος] εἰς .. Id.1.25.8; alsoτὸν Καταράκτην OGI654.6
(Egypt, i B. C.): abs., cross the sea, Plb.1.47.2: as naval and military term, outflank,τὸ λαιὸν τῶν πολεμίων Plb.1.50.6
, cf. 3.73.7, etc.: without a sense of motion, rise above,τὸ ὕδωρ Thphr. HP4.8.10
;τὸ μέγεθος τοῦ δένδρου Id.CP5.14.9
.2 excel, τινι in a thing, D.18.220: c. acc., excel, Id.60.21, Aristeas 16, Philostr.Her.2.19; A5 (Delph., ii/iii A. D.);νοῦν ὑπεραίρει Plot.6.7.22
.3 overshoot, go beyond, (anap.);ὑ. τὸν ὡρισμένον καιρόν Plb. 9.14.11
;τὴν συνήθειαν Id.28.14.2
; exceed,ὑ. τῆς οὐσίας τὸ μέγεθος ὁ τῶν τέκνων ἀριθμός Arist.Pol. 1266b11
;οὗ ἡ πρόνοια τὰς πάντων εὐχὰς οὐκ ἐπλήρωσε μόνον ἀλλὰ καὶ ὑπερῆρε BMus.Inscr.894.8
(Halic., i A. D.); πυγωνιαῖον ἢ μικρὸν ὑπεραῖρον a little more, Thphr.HP4.6.8; τῶν ὑπεραιρόντων ἱερέων the priests in excess (of a certain number), BGU1.16 (iii A. D.); τῶν ὑπεραιρούντων (sic)τὸν ἀριθμὸν τῶν ἱερέων PLond.2.347.6
(iii A. D.); τὸ ὑπεραῖρον ἀργύριον the money (received) in excess, SIG976.27 (Samos, ii B. C.); τοσοῦτον ἐν [ τοῖς δαπανηθεῖσιν] ὑπερῆρεν [ αὐτόν] he so far exceeded him in his expenditure, D.C.37.8; overdone,Philostr.
VA8.6; exaggeration,Plb.
16.12.9.III c. gen., pass beyond, double a cape,τοῦ ἀκρωτηρίου Philostr.VA3.24
; rise above,τῆς γῆς Id.Her.19.16
.2 transcend, exceed, μήθ' ὑπεραίροντα τῶν εἰθισμένων ὄγκων (τὸν εἰθ. ὄγκον Stob.
)μήτ' ἐλλείποντα Pl.Lg. 717d
, cf. D.C.75.13 (c. gen.), etc.;ὑ. τῷ μεγέθει τινῶν D.S.20.91
, etc.; overcome,τέχνῃ τοῦ ῥοθίου Philostr.VA7.26
.3 c. gen., despise, ib.1.2, Philostr.Jun.Im.7.2 ὑ. ὑπέρ τι project beyond.., Arr.Tact.12.9; οἱ ἐν τῷ τρίτῳ ζυγῷ ὑ. τοὺς πρωτοστάτας πήχεις σ, i.e. their σάρισαι project beyond.., Ael.Tact. 14.4; ὑπεραίρειν ἔξω τὰ βλέφαρα project beyond the eyelids, of a tumour, Aët.7.36, cf. 15; overlap, Aristarch.Sam.8.V Ὑπεραίρων, οντος, ὁ, Most Excellent, = Lat. Exsuperatorius, name given to December by Commodus, D.C.72.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεραίρω
См. также в других словарях:
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
υπεραίρω — ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ [αἴρω / ἀείρω] 1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι νεοελλ. μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ μσν. αρχ. υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α.… … Dictionary of Greek
PROTEUS — Deus marinus, Neptuni et Phoenices fil. teste Tzetze hist. 44. Chil. 2. qui in Pharo Alexandriae habitavit, Toronenque ex Aegypto in Phlegram Pallenes profectus uxorem duxit, ex qua filios suscepit Tmylum ac Telegonum, de quibus Eurip. in Hecuba … Hofmann J. Lexicon universale
δενδρύφιον — δενδρύφιον, το (Α) 1. μικρό δένδρο 2. παιχνίδι (αντικείμενο με το οποίο παίζει κανείς) με μορφή δένδρου 3. μεγάλο θαλάσσιο φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για παράγωγο του τ. δένδρον* με άγνωστου σχηματισμού υποκοριστική κατάληξη ύφιον … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
μάννα — Ονομασία τροφής την οποία, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, έστειλε ο Θεός στους Εβραίους κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο του Σινά. Λέγεται ότι η λέξη προήλθε από τη φράση «μαν χου» (= τι είναι αυτό;) με την οποία υποδέχτηκαν οι Ιουδαίοι τη θεϊκή… … Dictionary of Greek
ποντικός — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται τα Τρωκτικά, που ανήκουν στην υποοικογένεια των μυϊνών, της μεγάλης οικογένειας των Μυϊδών. Μια τυπική μορφή των απλοδόντων αυτών είναι ο γνωστός κατοικίδιος ποντικός (mus musculus), που έχει μήκος 16 18 εκ … Dictionary of Greek
προδρομή — ἡ, Α 1. το να τρέχει κανείς προς τα εμπρός 2. (κατ επέκτ.) αιφνίδια επίθεση, έφοδος («προύτρεχεν ἀπὸ τοῡ δένδρου... δύο ή τρία βήματα... ἐφ ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ δέκα ἄμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο», Ξεν.) 3. μτφ. ζωηρή φραστική επίθεση, έντονο … Dictionary of Greek
σκουλήκι — το / σκουλήκιν, ΝΜ ζώο με μαλακό επίμηκες, ασπόνδυλο και συσταλτό σώμα, χωρίς σκελετό και άκρα, ο σκώληκας (α. «το σκουλήκι που φωλιάζει εις τον κορμόν τού δένδρου», Καρκβ. β. «σκουλήκια νὰ τὸ φάσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. ζωολ. α) γενική κοινή… … Dictionary of Greek
φελλός — Ειδικός φυτικός ιστός, που επενδύει ως προστατευτικό στρώμα, μικρότερου ή μεγαλύτερου πάχους, τους κορμούς και τις ρίζες όλων των δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών. Παράγεται από ένα δευτερογενές μερίστωμα, το φελλογόνο, και αποτελείται από… … Dictionary of Greek
χρυσαροβίνη — η, Ν (φαρμ.) ισχυρό αναγωγικό και ερεθιστικό τού δέρματος, που χρησιμοποιείται τοπικά επί ψωριάσεως, αλλά είναι τοξικό για τους νεφρούς και τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chrysarobin < chrys (< χρυσ[ο] *) + arob (< … Dictionary of Greek